γόπα

γόπα
Ψάρι τελεόστεο της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σπαριδών. Το μήκος του φτάνει έως 30 εκ. είναι σχεδόν ατρακτοειδές και ελαφρά πεπιεσμένο στα πλευρά. Έχει δύο μεγάλα μάτια με διάμετρο περίπου ίση με το ένα τρίτο του μήκους της κεφαλής. Το χρώμα του είναι γκρίζο κυανωπό ή πρασινωπό στη ράχη και χαμηλότερα ασημένιο. Στις πλευρές του σχηματίζονται τρεις ή τέσσερις χρυσοκίτρινες μακρουλές λουρίδες, ενώ κάτω από τα θωρακικά πτερύγια υπάρχει μία μαύρη κηλίδα. Υπάρχει στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό ωκεανό, από τις ακτές της Πορτογαλίας έως τη Μεγάλη Βρετανία. Στην Ελλάδα, το καλοκαίρι αφθονεί στις ακτές η μικρή γ., γνωστή ως γιαλίτης.
* * *
και γώπα, η
1. ονομασία τού ψαριού Βόωψ ο γνήσιος
2. αποτσίγαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βώπα < μτγν. βωξ* (συνηρ. τ. τού βόαξ) ή βόωψ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γόπα — η 1. είδος ψαριού με νόστιμη σάρκα. 2. αποτσίγαρο: Άδειασα το σταχτοδοχείο από τις γόπες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βωξ — ο (AM βῶξ) (συνηρ. τ. του βόαξ) νεοελλ. ονομασία ψαριών του γένους Box ή Boops, γόπα ή σάλπα αρχ. είδος ψαριού που κάνει βοή και που θεωρείται ως ιερό του Ερμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βωξ < βόαξ, με συναίρεση. Κατά τους αρχαίους το είδος αυτό του… …   Dictionary of Greek

  • αποτσίγαρο — το το υπόλειμμα του τσιγάρου που καπνίστηκε, η γόπα: Δεν είχε ν αγοράσει τσιγάρα και κάπνιζε τ αποτσίγαρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”